- μεγεθοποίησις
- μεγεθοποίησις, -εως, ἡ (Α) [μεγεθοποιώ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγεθοποιώ, μεγέθυνση, μεγάλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγεθοποίησις — enlargement fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθοποιήσεως — μεγεθοποιήσεω̆ς , μεγεθοποίησις enlargement fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)